ρουσφετολόγος

ρουσφετολόγος
ο
θηλ. αυτός που επιδιώκει ή κάνει ρουσφέτια: Ο υπουργός αυτός υπήρξε ονομαστός ρουσφετολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρουσφετολόγος — ο, θηλ. ρουσφετολόγα, Ν αυτός που κάνει ρουσφέτια ή που επιδιώκει ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφέτι + λόγος*. Η λ., στον πληθ. ρουσφετολόγοι, μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ρουσφετολογία — η Ν η επιδίωξη ή παροχή ρουσφετιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ρουσφετολογικός — ή, ό, Ν [ρουσφετολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο …   Dictionary of Greek

  • ρουσφετολογώ — Ν κάνω ή επιδιώκω ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φατριαστής — ο αυτός που φατριάζει, που κομματίζεται, που μεροληπτεί, ο ρουσφετολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”